κορωνεκαβη

κορωνεκαβη
    κορωνεκάβη
    κορων-εκάβη
    (ᾰ) ἥ ирон. женщина, старая как ворона и как Гекуба, т.е. древняя-древняя старуха (по поверью, ворона жила около 900 лет) Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κορωνεκαβη" в других словарях:

  • κορωνεκάβη — κορωνεκάβη, ἡ (Α) πάρα πολύ γριά σαν κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + κύριο όν. Ἑκάβη (ηλικιωμένη ηρωίδα τής μυθολογίας)] …   Dictionary of Greek

  • κορωνεκάβη — a Hecuba fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»